φραντσέζικος

φραντσέζικος
και φραντζέζικος, -η, -ο, Ν [Φραντσέζος / Φραντζέζος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Γάλλους, γαλλικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Φραντσέζικα
η γαλλική γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φραντσέζικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φραντσέζους (Γάλλους), γαλλικός. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φραντσέζικα η γαλλική γλώσσα, τα γαλλικά: Συνεννοήθηκαν στα φραντσέζικα. 3. το ουσ. πληθ. ως επίρρ., φραντσέζικα με τον τρόπο των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραντζέζικος — η, ο, Ν βλ. φραντσέζικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”